- γρύπωση
- η (Α γρύπωσις) [γρυπούμαι]1. κύρτωση2. η παθολογική κύρτωση τών νυχιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρυπωνυχία — η η γρύπωση … Dictionary of Greek
ονυχογρύπωση — η ιατρ. υπερτροφική παραμόρφωση τού νυχιού, που γίνεται πολύ μεγάλο και σκληρό, αλλάζει διεύθυνση και κυρτώνεται σαν κέρατο τού αρνιού, αλλ. ονυχογρυπωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onychogryposis (< όνυχας [Ι] + γρύπωση)] … Dictionary of Greek